- προσανατολίζομαι
- προσανατολίζομαι, προσανατολίστηκα, προσανατολισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσανατολίζω — Ν 1. στρέφω κάτι προς την ανατολή 2. στρέφω, κατευθύνω κάτι προς ένα ορισμένο σημείο τού ορίζοντα 3. συντελώ ώστε να λάβει κανείς τη σωστή κατεύθυνση 4. μτφ. κατατοπίζω κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα, καθιστώ κάποιον ενήμερο 5. μέσ.… … Dictionary of Greek
υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… … Dictionary of Greek